αποχαλινώνω

αποχαλινώνω
(Α ἀποχαλινῶ, -όω)
1. αφήνω κάποιον τελείως ελεύθερο, ασύδοτο
2. (-ομαι κ. -ούμαι) εκτραχηλίζομαι, ρέπω στην ακολασία
αρχ.
αφαιρώ το χαλινάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποχαλινώνω — αποχαλινώνω, αποχαλίνωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: αποχαλινώνω : η ενεργητική φωνή χρησιμοποιείται λιγότερο σε σχέση με την παθητική …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”